κλημάτινος

κλημάτινος
-η, -ο, θηλ. και -ίνη (AM κλημάτινος, -ίνη, -ον) [κλήμα]
κληματένιος («κλημάτινον πῦρ», Θέογν.)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η κληματίνη
η τέφρα από κλάδους αμπέλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κληματίνων — κλημάτινος of vine twigs fem gen pl κλημάτινος of vine twigs masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλημάτινον — κλημάτινος of vine twigs masc acc sg κλημάτινος of vine twigs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληματίνη — κλημάτινος of vine twigs fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληματίνην — κλημάτινος of vine twigs fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληματίνης — κλημάτινος of vine twigs fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληματίνῃ — κλημάτινος of vine twigs fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • κληματίνωι — κληματίνῳ , κλημάτινος of vine twigs masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”